διασπαθώ
Смотреть что такое "διασπαθώ" в других словарях:
διασπαθώ — διασπαθῶ ( άω) (AM) διασπαθίζω, σπαταλώ … Dictionary of Greek
αδιασπάθητος — η, ο [διασπαθώ] ο αδιασπάθιστος … Dictionary of Greek
καταχρώμαι — (AM καταχρῶμαι, άομαι, Α και καταχρέομαι) 1. κάνω μεγάλη χρήση ενός πράγματος, χρησιμοποιώ κάτι πάρα πολύ («καταχρῆται ἡ φύσις ἐν παρέργῳ τῇ... ἀναπνοῇ πρὸς τὴν ὄσφρησιν», Αριστοτ.) 2. κάνω κακή ή υπέρμετρη χρήση ενός πράγματος, κάνω κατάχρηση (α … Dictionary of Greek